μέτωπο

μέτωπο
(Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το μέτωπο και τις ρίζες των κογχών των ματιών.
* * *
το (ΑΜ μέτωπον, τὸ, Α και μέτωπος, ἡ)
1. το ανώτερο τμήμα τού προσώπου τού ανθρώπου που περιλαμβάνεται μεταξύ τής έκφυσης τών μαλλιών και τών υπερόφρυων τόξων προς τα εμπρός και τών πρόσθιων ορίων τών κροταφικών βόθρων στα πλάγια
2. το άνω πρόσθιο τμήμα τής κεφαλής τών ζώων το οποίο βρίσκεται πάνω από τα μάτια
3. πρόσοψη οικοδομήματος ή οικοπέδου («τεῑχος ὡς ἐπὶ δέκα σταδίους... μέτωπον ἕκαστον», Ηρόδ.)
4. η πρώτη γραμμή στρατιωτικής παράταξης από τη μια πτέρυγα ώς την άλλη («τὸ μέτωπον τῆς φάλαγγος εὑρίσκεται ἐπὶ τῆς ὁδοῡ», Ξεν.)
νεοελλ.
1. η ζώνη τών στρατιωτικών επιχειρήσεων και ιδίως το τμήμα που βρίσκεται πλησιέστερα προς τον εχθρό εν καιρώ πολέμου («έκανε έναν χρόνο στο μέτωπο»)
2. (μετεωρ.) ιδεατή επιφάνεια στην ατμόσφαιρα η οποία αντιστοιχεί στην επαφή δύο αέριων μαζών οι οποίες συγκλίνουν και έχουν διαφορετικές θερμοκρασίες (α. «θερμό μέτωπο» β. «ψυχρό μέτωπο»)
2. συμμαχία πολιτικών δυνάμεων οι οποίες διατηρούν την αυτονομία τους αλλά συντονίζουν τη δράση τους με βάση ένα κοινό πρόγραμμα για την επίτευξη κοινών σκοπών («λαϊκό μέτωπο»)
4. φρ. α) «έχω καθαρό μέτωπο» ή «έχω το μέτωπο ακηλίδωτο» — είμαι έντιμος και ανεπίληπτος, καμία επιλήψιμη πράξη δεν μέ βαραίνει
β) «λερώνω το μέτωπο κάποιου» — προδίδω κάποιον
γ) «κατά μέτωπο»
i) κατά παράταξη
ii) αντικρυστά
δ) «μέτωπο δεξιά», «μέτωπο αριστερά» — στρατιωτικό παράγγελμα για να εκτελεστεί στροφή προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά
μσν.-αρχ.
περιθώριο βιβλίου ή εγγράφου
αρχ.
1. το μεταξύ τών οφθαλμών διάστημα
2. ο ρητινώδης οπός χαλβάνη ή το φυτό από το οποίο λαμβάνεται αυτή
3. φρ. α) «ευκάρπου γαίας μέτωπον» — ποιητ. μτφ. τού Πίνδ. για την Αίτνα
β) «χαλάσας τὸ μέτωπον» — αφού χαλάρωσε το μέτωπο, δηλ. αφού σταμάτησε την οργή του (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. «εκ συναρπαγής» (δηλ. σύνθ. που έχει σχηματιστεί από ολόκληρη φράση) από τη φρ. μετὰ ὦπα (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός, όψη»)
αρχ. σημ. «το μέρος τού προσώπου που βρίσκεται ανάμεσα στα μάτια», ιδίως απὸ τα ζώα, τών οποίων τα μάτια, καθώς βρίσκονται κοντά στα πλαϊνά τού κρανίου, αφήνουν μεγάλο χώρο ανάμεσα στα μάτια. Η λ. εμφανίζεται στο αρχ. θεσσαλ. σκωπτικό ανθρωπωνύμιο Μέτουπος κατ' αποκοπή από σύνθ. σε -μέτωπος. Η λ., τέλος, εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -μέτωπος.
ΠΑΡ. μετωπηδόν, μετωπιαίος, μετωπίας, μετωπικός, μετώπιον
αρχ.
μετωπίδιος, μετωπίς.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) μετωποσκόπος
αρχ.
μετωποσώφρων
μσν.
μετωποφορώ
νεοελλ.
μετωπομαντεία, μετωποπαγής. (Β' συνθετικό σε -μέτωπος): αντιμέτωπος, διμέτωπος, ευρυμέτωπος, μεγαλομέτωπος, πλατυμέτωπος
αρχ.
ακρομέτωπος, αργομέτωπος, δασυμέτωπος, θηροζυγομέτωπος, ισομέτωπος, καμψιμέτωπος, κρυψιμέτωπος, λευκομέτωπος, προμέτωπος, ταυρομέτωπος, υγρομέτωπος
νεοελλ.
πλακομέτωπος, πολυμέτωπος, στενομέτωπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μέτωπο — το 1. μέρος του προσώπου ανάμεσα στο τριχωτό της κεφαλής, τους κροτάφους και τα φρύδια: Έχει στενό μέτωπο. 2. η πρόσοψη κτιρίου, οικοπέδου κτλ., η φάτσα: Το σπίτι είχε μέτωπο στην πλατεία. 3. η πρώτη γραμμή στρατιωτικών επιχειρήσεων σε καιρό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτωπο κύματος — Η φανταστική επιφάνεια ενός κύματος, που ορίζεται από τον γεωμετρικό τόπο όλων των σημείων, τα οποία πάλλονται στην ίδια σταθερή φάση. Με άλλα λόγια, σε κάθε χρονική στιγμή, όλα τα σημεία που ανήκουν στο μ.κ. βρίσκονται στο ίδιο μέρος του κύκλου… …   Dictionary of Greek

  • Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο — Ελληνική αντιστασιακή οργάνωση, που έδρασε στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής, κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Βλ. λ. ΕΑΜ …   Dictionary of Greek

  • Λαϊκό Μέτωπο — Έτσι ονομάστηκαν, μετά το 1934, οι πολιτικοί συνασπισμοί που σχηματίστηκαν σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες με τη συμμαχία των κινημάτων και των πολιτικών κομμάτων της Αριστεράς. Ελατήρια πολιτικής τακτικής οδήγησαν στον παραμερισμό των σημαντικών… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”